- ἐρατῶν
- ἐρατόςlovelyfem gen plἐρατόςlovelymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐράτων — Ἔρατος masc gen pl Ἐράτων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εράτων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Διθυραμβοποιός (4oς αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Αρκαδία. Δεν διασώθηκε κανένα έργο του, εκτός από μερικά αποσπάσματα στα κείμενα άλλων συγγραφέων. 2. Σέξτιος Ε. (1oς αι. μ.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Σε αυτόν αποδίδεται… … Dictionary of Greek
Ἐρατῶν — Ἐρατός masc gen pl Ἐρατώ Erato fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράτων — ἐρά̱των , ἐράω 1 love pres imperat act 3rd pl ἐρά̱των , ἐράω 1 love pres imperat act 3rd dual ἐρά̱των , ἐράω 2 pour forth pres imperat act 3rd pl ἐρά̱των , ἐράω 2 pour forth pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐράτωνα — Ἐράτων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐράτωνι — Ἐράτων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐράτωνος — Ἐράτων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίκομπος — μελίκομπος, ον (Α.) αυτός που εκβάλλει γλυκό ήχο, γλυκόηχος, μελωδικός («καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῑν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων..., ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾱν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. υπέρ κομπος)] … Dictionary of Greek